- συνεκπράσσομαι
- και ιων. τ. συνεκπρήσσομαι Α1. εκτελώ, περατώνω κάτι μαζί με κάποιον2. συνεργώ σε εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπράσσω «εκτελώ, αποπερατώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεξεπρήξαντο — συνεκπράσσομαι assist in avenging aor ind mid 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)